τερμέρ(ε)ιος

τερμέρ(ε)ιος
-α, -ον, ΜΑ [Τέρμερος]
(κυρίως στην παροιμ. φρ.) «τερμέρ(ε)ιον κακόν» — μεγάλο κακό που διαπράττει κανείς εναντίον τού ίδιου τού εαυτού του
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερμέρειον
το ανδρικό μόριο
2. (σπάν.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληστή Τέρμερο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”